χυτροπώλης

χυτροπώλης
ὁ, θηλ. χυτρόπωλις, -πώλιδος, ἡ, Α
1. πωλητής χυτρών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χυτρόπωλις
σκωπτική προσωνυμία τής Αίγινας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + -πώλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χυτροπῶλαι — χυτροπώλης pot seller masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • χυτροπωλείον — και χυτροπώλιον, τὸ, Α [χυτροπώλης] το μέρος τής αγοράς όπου πωλούσαν χύτρες …   Dictionary of Greek

  • χυτρόπωλις — πώλιδος, ἡ, Α βλ. χυτροπώλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”